άσπαστος
Ayrıca bakınız: ασπαστός |
Yunanca
değiştirÖn ad
değiştirάσπαστος (áspastos) (dişil άσπαστη, nötr άσπαστο)
- kırılmamış, çatlamamış
- zıt anlamlısı: σπαστός (spastós)
- kırılmaz, kırılamaz
Çekimleme
değiştirάσπαστος (áspastos) ön adının çekimi
tekil | çoğul | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
eril | dişil | nötr | eril | dişil | nötr | |
yalın | άσπαστος (áspastos) | άσπαστη (áspasti) | άσπαστο (áspasto) | άσπαστοι (áspastoi) | άσπαστες (áspastes) | άσπαστα (áspasta) |
tamlayan | άσπαστου (áspastou) | άσπαστης (áspastis) | άσπαστου (áspastou) | άσπαστων (áspaston) | άσπαστων (áspaston) | άσπαστων (áspaston) |
belirtme | άσπαστο (áspasto) | άσπαστη (áspasti) | άσπαστο (áspasto) | άσπαστους (áspastous) | άσπαστες (áspastes) | άσπαστα (áspasta) |
seslenme | άσπαστε (áspaste) | άσπαστη (áspasti) | άσπαστο (áspasto) | άσπαστοι (áspastoi) | άσπαστες (áspastes) | άσπαστα (áspasta) |