άσπρος
Yunanca
değiştirÖn ad
değiştirάσπρος (áspros) (dişil άσπρη, nötr άσπρο)
Çekimleme
değiştirάσπρος (áspros) ön adının çekimi
tekil | çoğul | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
eril | dişil | nötr | eril | dişil | nötr | |
yalın | άσπρος (áspros) | άσπρη (áspri) | άσπρο (áspro) | άσπροι (ásproi) | άσπρες (áspres) | άσπρα (áspra) |
tamlayan | άσπρου (ásprou) | άσπρης (áspris) | άσπρου (ásprou) | άσπρων (áspron) | άσπρων (áspron) | άσπρων (áspron) |
belirtme | άσπρο (áspro) | άσπρη (áspri) | άσπρο (áspro) | άσπρους (ásprous) | άσπρες (áspres) | άσπρα (áspra) |
seslenme | άσπρε (áspre) | άσπρη (áspri) | άσπρο (áspro) | άσπροι (ásproi) | άσπρες (áspres) | άσπρα (áspra) |