ακατάλληλος
Ayrıca bakınız: ἀκατάλληλος |
Yunanca
değiştirKöken
değiştirKoini Grekçesi ἀκατάλληλος (akatállēlos).[1]
Ön ad
değiştirακατάλληλος (akatállilos) (dişil ακατάλληλη, nötr ακατάλληλο)
- uygunsuz, elverişsiz
- eş anlamlıları: απρόσφορος (aprósforos), αταίριαστος (ataíriastos)
- …κι όλα είναι ακατάλληλα για να σμίξουμε πάλι… — …ve tekrar bir araya gelmemiz için her şey elverişsiz… — Νότης Σφακιανάκης
- aciz, yetersiz
Çekimleme
değiştirακατάλληλος (akatállilos) ön adının çekimi
tekil | çoğul | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
eril | dişil | nötr | eril | dişil | nötr | |
yalın | ακατάλληλος (akatállilos) | ακατάλληλη (akatállili) | ακατάλληλο (akatállilo) | ακατάλληλοι (akatálliloi) | ακατάλληλες (akatálliles) | ακατάλληλα (akatállila) |
tamlayan | ακατάλληλου (akatállilou) | ακατάλληλης (akatállilis) | ακατάλληλου (akatállilou) | ακατάλληλων (akatállilon) | ακατάλληλων (akatállilon) | ακατάλληλων (akatállilon) |
belirtme | ακατάλληλο (akatállilo) | ακατάλληλη (akatállili) | ακατάλληλο (akatállilo) | ακατάλληλους (akatállilous) | ακατάλληλες (akatálliles) | ακατάλληλα (akatállila) |
seslenme | ακατάλληλε (akatállile) | ακατάλληλη (akatállili) | ακατάλληλο (akatállilo) | ακατάλληλοι (akatálliloi) | ακατάλληλες (akatálliles) | ακατάλληλα (akatállila) |
Eş anlamlılar
değiştir- ανάρμοστος (anármostos)
- απρεπής (aprepís)
Zıt anlamlılar
değiştir- κατάλληλος (katállilos)
İlgili sözcükler
değiştir- ακαταλληλότητα (akatallilótita)
Kaynakça
değiştir- ↑
- greek-language.gr sitesinde: ακατάλληλος maddesi