ανασταλτικός
Ayrıca bakınız: ἀνασταλτικός |
Yunanca
değiştirKöken
değiştirKoini Grekçesi ἀνασταλτικός (anastaltikós).[1]
Ön ad
değiştirανασταλτικός (anastaltikós) (dişil ανασταλτική, nötr ανασταλτικό)
- önleyici, engelleyici, durdurucu, inhibe edici, caydırıcı
- eş anlamlısı: ανασχετικός (anaschetikós)
- ανασταλτικός παράγοντας — inhibe edici faktör
- kısıtlayıcı
Çekimleme
değiştirανασταλτικός (anastaltikós) ön adının çekimi
tekil | çoğul | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
eril | dişil | nötr | eril | dişil | nötr | |
yalın | ανασταλτικός (anastaltikós) | ανασταλτική (anastaltikí) | ανασταλτικό (anastaltikó) | ανασταλτικοί (anastaltikoí) | ανασταλτικές (anastaltikés) | ανασταλτικά (anastaltiká) |
tamlayan | ανασταλτικού (anastaltikoú) | ανασταλτικής (anastaltikís) | ανασταλτικού (anastaltikoú) | ανασταλτικών (anastaltikón) | ανασταλτικών (anastaltikón) | ανασταλτικών (anastaltikón) |
belirtme | ανασταλτικό (anastaltikó) | ανασταλτική (anastaltikí) | ανασταλτικό (anastaltikó) | ανασταλτικούς (anastaltikoús) | ανασταλτικές (anastaltikés) | ανασταλτικά (anastaltiká) |
seslenme | ανασταλτικέ (anastaltiké) | ανασταλτική (anastaltikí) | ανασταλτικό (anastaltikó) | ανασταλτικοί (anastaltikoí) | ανασταλτικές (anastaltikés) | ανασταλτικά (anastaltiká) |
İlgili sözcükler
değiştir- ανασταλτικό (anastaltikó)
- αναστολέας (anastoléas)
- bakınız: αναστέλλω (anastéllo)
Kaynakça
değiştir- ↑
- greek-language.gr sitesinde: ανασταλτικός maddesi