ανεξήγητος
Yunanca
değiştirKöken
değiştirEski Yunanca ἀνεξήγητος (anexḗgētos) sözcüğünden.
Ön ad
değiştirανεξήγητος (anexígitos) (dişil ανεξήγητη, nötr ανεξήγητο)
Çekimleme
değiştirανεξήγητος (anexígitos) ön adının çekimi
tekil | çoğul | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
eril | dişil | nötr | eril | dişil | nötr | |
yalın | ανεξήγητος (anexígitos) | ανεξήγητη (anexígiti) | ανεξήγητο (anexígito) | ανεξήγητοι (anexígitoi) | ανεξήγητες (anexígites) | ανεξήγητα (anexígita) |
tamlayan | ανεξήγητου (anexígitou) | ανεξήγητης (anexígitis) | ανεξήγητου (anexígitou) | ανεξήγητων (anexígiton) | ανεξήγητων (anexígiton) | ανεξήγητων (anexígiton) |
belirtme | ανεξήγητο (anexígito) | ανεξήγητη (anexígiti) | ανεξήγητο (anexígito) | ανεξήγητους (anexígitous) | ανεξήγητες (anexígites) | ανεξήγητα (anexígita) |
seslenme | ανεξήγητε (anexígite) | ανεξήγητη (anexígiti) | ανεξήγητο (anexígito) | ανεξήγητοι (anexígitoi) | ανεξήγητες (anexígites) | ανεξήγητα (anexígita) |
İlgili sözcükler
değiştir- ανεξήγητα (anexígita)