ασσυροβαβυλωνιακός
Yunanca
değiştirKöken
değiştir- ασσύριος (assýrios) + βαβυλωνιακός (vavyloniakós)
Ön ad
değiştirασσυροβαβυλωνιακός (assyrovavyloniakós)
Çekimleme
değiştirασσυροβαβυλωνιακός (assyrovavyloniakós) ön adının çekimi
tekil | çoğul | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
eril | dişil | nötr | eril | dişil | nötr | |
yalın | ασσυροβαβυλωνιακός (assyrovavyloniakós) | ασσυροβαβυλωνιακή (assyrovavyloniakí) | ασσυροβαβυλωνιακό (assyrovavyloniakó) | ασσυροβαβυλωνιακοί (assyrovavyloniakoí) | ασσυροβαβυλωνιακές (assyrovavyloniakés) | ασσυροβαβυλωνιακά (assyrovavyloniaká) |
tamlayan | ασσυροβαβυλωνιακού (assyrovavyloniakoú) | ασσυροβαβυλωνιακής (assyrovavyloniakís) | ασσυροβαβυλωνιακού (assyrovavyloniakoú) | ασσυροβαβυλωνιακών (assyrovavyloniakón) | ασσυροβαβυλωνιακών (assyrovavyloniakón) | ασσυροβαβυλωνιακών (assyrovavyloniakón) |
belirtme | ασσυροβαβυλωνιακό (assyrovavyloniakó) | ασσυροβαβυλωνιακή (assyrovavyloniakí) | ασσυροβαβυλωνιακό (assyrovavyloniakó) | ασσυροβαβυλωνιακούς (assyrovavyloniakoús) | ασσυροβαβυλωνιακές (assyrovavyloniakés) | ασσυροβαβυλωνιακά (assyrovavyloniaká) |
seslenme | ασσυροβαβυλωνιακέ (assyrovavyloniaké) | ασσυροβαβυλωνιακή (assyrovavyloniakí) | ασσυροβαβυλωνιακό (assyrovavyloniakó) | ασσυροβαβυλωνιακοί (assyrovavyloniakoí) | ασσυροβαβυλωνιακές (assyrovavyloniakés) | ασσυροβαβυλωνιακά (assyrovavyloniaká) |