διαγραμμένος
Yunanca
değiştirKöken
değiştirδιαγράφω (diagráfo) sözcüğünden.
Ön ad
değiştirδιαγραμμένος (diagramménos) (dişil διαγραμμένη, nötr διαγραμμένο)
Çekimleme
değiştirδιαγραμμένος (diagramménos) ön adının çekimi
tekil | çoğul | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
eril | dişil | nötr | eril | dişil | nötr | |
yalın | διαγραμμένος (diagramménos) | διαγραμμένη (diagramméni) | διαγραμμένο (diagramméno) | διαγραμμένοι (diagramménoi) | διαγραμμένες (diagramménes) | διαγραμμένα (diagramména) |
tamlayan | διαγραμμένου (diagramménou) | διαγραμμένης (diagramménis) | διαγραμμένου (diagramménou) | διαγραμμένων (diagramménon) | διαγραμμένων (diagramménon) | διαγραμμένων (diagramménon) |
belirtme | διαγραμμένο (diagramméno) | διαγραμμένη (diagramméni) | διαγραμμένο (diagramméno) | διαγραμμένους (diagramménous) | διαγραμμένες (diagramménes) | διαγραμμένα (diagramména) |
seslenme | διαγραμμένε (diagramméne) | διαγραμμένη (diagramméni) | διαγραμμένο (diagramméno) | διαγραμμένοι (diagramménoi) | διαγραμμένες (diagramménes) | διαγραμμένα (diagramména) |