ειρηνιστικός
Yunanca
değiştirKöken
değiştir- ειρηνιστής (eirinistís) + -ικός (-ikós)
Ön ad
değiştirειρηνιστικός (eirinistikós)
- barışçıl, barışsever, barış yanlısı
Çekimleme
değiştirειρηνιστικός (eirinistikós) ön adının çekimi
tekil | çoğul | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
eril | dişil | nötr | eril | dişil | nötr | |
yalın | ειρηνιστικός (eirinistikós) | ειρηνιστική (eirinistikí) | ειρηνιστικό (eirinistikó) | ειρηνιστικοί (eirinistikoí) | ειρηνιστικές (eirinistikés) | ειρηνιστικά (eirinistiká) |
tamlayan | ειρηνιστικού (eirinistikoú) | ειρηνιστικής (eirinistikís) | ειρηνιστικού (eirinistikoú) | ειρηνιστικών (eirinistikón) | ειρηνιστικών (eirinistikón) | ειρηνιστικών (eirinistikón) |
belirtme | ειρηνιστικό (eirinistikó) | ειρηνιστική (eirinistikí) | ειρηνιστικό (eirinistikó) | ειρηνιστικούς (eirinistikoús) | ειρηνιστικές (eirinistikés) | ειρηνιστικά (eirinistiká) |
seslenme | ειρηνιστικέ (eirinistiké) | ειρηνιστική (eirinistikí) | ειρηνιστικό (eirinistikó) | ειρηνιστικοί (eirinistikoí) | ειρηνιστικές (eirinistikés) | ειρηνιστικά (eirinistiká) |
Karşıt anlamlılar
değiştir- αντιπολεμικός (antipolemikós)
- ειρηνόφιλος (eirinófilos)
- πασιφιστικός (pasifistikós)
- φιλειρηνικός (fileirinikós)