ενοικιάζομαι

ενοικιάζομαι (enoikiázomai) (geçmiş zaman ενοικιάστηκα veya ενοικιάσθηκα, etken ενοικιάζω)

  1. ενοικιάζω (enoikiázo) sözcüğünün edilgen çekimi