θεατρινίστικος

θεατρινισμός (theatrinismós) + -ίστικος (-ístikos)

θεατρινίστικος (theatrinístikos) (dişil θεατρινίστικη, nötr θεατρινίστικο)

  1. tiyatroyla ilgili, tiyatral

Çekimleme

değiştir