θερμιονικός
Yunanca
değiştirKöken
değiştirθερμός (thermós) + ιονικός (ionikós)
Ön ad
değiştirθερμιονικός (thermionikós) (dişil θερμιονική, nötr θερμιονικό)
- (fizik) termiyonik
Çekimleme
değiştirθερμιονικός (thermionikós) ön adının çekimi
tekil | çoğul | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
eril | dişil | nötr | eril | dişil | nötr | |
yalın | θερμιονικός (thermionikós) | θερμιονική (thermionikí) | θερμιονικό (thermionikó) | θερμιονικοί (thermionikoí) | θερμιονικές (thermionikés) | θερμιονικά (thermioniká) |
tamlayan | θερμιονικού (thermionikoú) | θερμιονικής (thermionikís) | θερμιονικού (thermionikoú) | θερμιονικών (thermionikón) | θερμιονικών (thermionikón) | θερμιονικών (thermionikón) |
belirtme | θερμιονικό (thermionikó) | θερμιονική (thermionikí) | θερμιονικό (thermionikó) | θερμιονικούς (thermionikoús) | θερμιονικές (thermionikés) | θερμιονικά (thermioniká) |
seslenme | θερμιονικέ (thermioniké) | θερμιονική (thermionikí) | θερμιονικό (thermionikó) | θερμιονικοί (thermionikoí) | θερμιονικές (thermionikés) | θερμιονικά (thermioniká) |