μητριαρχικός
Yunanca
değiştirKöken
değiştirμητριαρχ(ία) (mitriarch(ía)) + -ικός (-ikós)
Ön ad
değiştirμητριαρχικός (mitriarchikós) (dişil μητριαρχική, nötr μητριαρχικό)
Çekimleme
değiştirμητριαρχικός (mitriarchikós) ön adının çekimi
tekil | çoğul | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
eril | dişil | nötr | eril | dişil | nötr | |
yalın | μητριαρχικός (mitriarchikós) | μητριαρχική (mitriarchikí) | μητριαρχικό (mitriarchikó) | μητριαρχικοί (mitriarchikoí) | μητριαρχικές (mitriarchikés) | μητριαρχικά (mitriarchiká) |
tamlayan | μητριαρχικού (mitriarchikoú) | μητριαρχικής (mitriarchikís) | μητριαρχικού (mitriarchikoú) | μητριαρχικών (mitriarchikón) | μητριαρχικών (mitriarchikón) | μητριαρχικών (mitriarchikón) |
belirtme | μητριαρχικό (mitriarchikó) | μητριαρχική (mitriarchikí) | μητριαρχικό (mitriarchikó) | μητριαρχικούς (mitriarchikoús) | μητριαρχικές (mitriarchikés) | μητριαρχικά (mitriarchiká) |
seslenme | μητριαρχικέ (mitriarchiké) | μητριαρχική (mitriarchikí) | μητριαρχικό (mitriarchikó) | μητριαρχικοί (mitriarchikoí) | μητριαρχικές (mitriarchikés) | μητριαρχικά (mitriarchiká) |
İlgili sözcükler
değiştir- μητριαρχία (mitriarchía)
- bakınız: μητέρα (mitéra)