μονογαμικός
Yunanca
değiştirKöken
değiştirμονογαμία (monogamía) + -ικος (-ikos)
Ön ad
değiştirμονογαμικός (monogamikós) (dişil μονογαμική, nötr μονογαμικό)
Çekimleme
değiştirμονογαμικός (monogamikós) ön adının çekimi
tekil | çoğul | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
eril | dişil | nötr | eril | dişil | nötr | |
yalın | μονογαμικός (monogamikós) | μονογαμική (monogamikí) | μονογαμικό (monogamikó) | μονογαμικοί (monogamikoí) | μονογαμικές (monogamikés) | μονογαμικά (monogamiká) |
tamlayan | μονογαμικού (monogamikoú) | μονογαμικής (monogamikís) | μονογαμικού (monogamikoú) | μονογαμικών (monogamikón) | μονογαμικών (monogamikón) | μονογαμικών (monogamikón) |
belirtme | μονογαμικό (monogamikó) | μονογαμική (monogamikí) | μονογαμικό (monogamikó) | μονογαμικούς (monogamikoús) | μονογαμικές (monogamikés) | μονογαμικά (monogamiká) |
seslenme | μονογαμικέ (monogamiké) | μονογαμική (monogamikí) | μονογαμικό (monogamikó) | μονογαμικοί (monogamikoí) | μονογαμικές (monogamikés) | μονογαμικά (monogamiká) |
Karşıt anlamlılar
değiştir- πολυγαμικός (polygamikós)