ουρητηροκολπικός
Yunanca
değiştirKöken
değiştirουρητήρας (ouritíras) + -ο- (-o-) + κολπικός (kolpikós)
Ön ad
değiştirουρητηροκολπικός (ouritirokolpikós) (dişil ουρητηροκολπική, nötr ουρητηροκολπικό)
Çekimleme
değiştirουρητηροκολπικός (ouritirokolpikós) ön adının çekimi
tekil | çoğul | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
eril | dişil | nötr | eril | dişil | nötr | |
yalın | ουρητηροκολπικός (ouritirokolpikós) | ουρητηροκολπική (ouritirokolpikí) | ουρητηροκολπικό (ouritirokolpikó) | ουρητηροκολπικοί (ouritirokolpikoí) | ουρητηροκολπικές (ouritirokolpikés) | ουρητηροκολπικά (ouritirokolpiká) |
tamlayan | ουρητηροκολπικού (ouritirokolpikoú) | ουρητηροκολπικής (ouritirokolpikís) | ουρητηροκολπικού (ouritirokolpikoú) | ουρητηροκολπικών (ouritirokolpikón) | ουρητηροκολπικών (ouritirokolpikón) | ουρητηροκολπικών (ouritirokolpikón) |
belirtme | ουρητηροκολπικό (ouritirokolpikó) | ουρητηροκολπική (ouritirokolpikí) | ουρητηροκολπικό (ouritirokolpikó) | ουρητηροκολπικούς (ouritirokolpikoús) | ουρητηροκολπικές (ouritirokolpikés) | ουρητηροκολπικά (ouritirokolpiká) |
seslenme | ουρητηροκολπικέ (ouritirokolpiké) | ουρητηροκολπική (ouritirokolpikí) | ουρητηροκολπικό (ouritirokolpikó) | ουρητηροκολπικοί (ouritirokolpikoí) | ουρητηροκολπικές (ouritirokolpikés) | ουρητηροκολπικά (ouritirokolpiká) |
İlgili sözcükler
değiştir- bakınız: ουρητήρας (ouritíras)
Ayrıca bakınız
değiştir- ουρηθροκολπικός (ourithrokolpikós)