προγραμματίζομαι

προγραμματίζομαι (programmatízomai) (geçmiş zaman προγραμματίστηκα veya προγραμματίσθηκα, etken προγραμματίζω)

  1. προγραμματίζω (programmatízo) sözcüğünün edilgen çekimi