πυροσβεστικός
Yunanca
değiştirÖn ad
değiştirπυροσβεστικός (pyrosvestikós)
- (itfaiyecilik) yangın söndürmekle veya itfaiyecilikle ilgili
Çekimleme
değiştirπυροσβεστικός (pyrosvestikós) ön adının çekimi
tekil | çoğul | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
eril | dişil | nötr | eril | dişil | nötr | |
yalın | πυροσβεστικός (pyrosvestikós) | πυροσβεστική (pyrosvestikí) | πυροσβεστικό (pyrosvestikó) | πυροσβεστικοί (pyrosvestikoí) | πυροσβεστικές (pyrosvestikés) | πυροσβεστικά (pyrosvestiká) |
tamlayan | πυροσβεστικού (pyrosvestikoú) | πυροσβεστικής (pyrosvestikís) | πυροσβεστικού (pyrosvestikoú) | πυροσβεστικών (pyrosvestikón) | πυροσβεστικών (pyrosvestikón) | πυροσβεστικών (pyrosvestikón) |
belirtme | πυροσβεστικό (pyrosvestikó) | πυροσβεστική (pyrosvestikí) | πυροσβεστικό (pyrosvestikó) | πυροσβεστικούς (pyrosvestikoús) | πυροσβεστικές (pyrosvestikés) | πυροσβεστικά (pyrosvestiká) |
seslenme | πυροσβεστικέ (pyrosvestiké) | πυροσβεστική (pyrosvestikí) | πυροσβεστικό (pyrosvestikó) | πυροσβεστικοί (pyrosvestikoí) | πυροσβεστικές (pyrosvestikés) | πυροσβεστικά (pyrosvestiká) |