σεξουαλικός προσανατολισμός
Yunanca
değiştirAd
değiştirσεξουαλικός προσανατολισμός (sexoualikós prosanatolismós)
(seksoualikós prosanatolismós)
- [1] (cinsellik) Cinsel yönelim
Alt kavramlar
değiştir- [1] αμφιφυλοφιλία, αμφισεξουαλικότητα
- [2] ασεξουαλικότητα
- [3] ετεροφυλοφιλία
- [4] ομοφυλοφιλία
Ayrıca bakınız
değiştir- [1] σεξουαλικότητα