τετρααιθυλικός

τετρα- (tetra-) + αιθυλικός (aithylikós)

τετρααιθυλικός (tetraaithylikós) (dişil τετρααιθυλική, nötr τετρααιθυλικό)

  1. (kimya) tetraetil

Çekimleme

değiştir

Eş anlamlılar

değiştir