Θεός
Ayrıca bakınız: θεός |
Eski Yunanca
değiştirKöken
değiştirθεός (theós) sözcüğünden.
Özel ad
değiştirΘεός (Theós) e (tamlayan hâli Θεοῦ)
Çekimleme
değiştirYunanca
değiştirKöken
değiştirEski Yunanca Θεός (Theós) sözcüğünden devralındı.
Söyleniş
değiştirÖzel ad
değiştirΘεός (Theós) e
- (din, genelde belirli tanımlık ile) Tanrı
- Κάθε νύκτα, προσεύχομαι στο Θεό. — Her gece Tanrı'ya dua ediyorum.
Çekimleme
değiştirΘεός (Theós) adının çekimi
Yan kavramlar
değiştir- Αλλάχ (Allách), Δημιουργός (Dimiourgós), Κύριος (Kýrios), Παντοδύναμος (Pantodýnamos)
Türetilmiş kavramlar
değiştir- άνθρωπος του Θεού (ánthropos tou Theoú)
- από το στόμα σου και στου Θεού τ' αυτί (apó to stóma sou kai stou Theoú t' aftí)
- βλέπω Θεού πρόσωπο (vlépo Theoú prósopo)
- δόξα σοι ο Θεός (dóxa soi o Theós)
- για όνομα του Θεού (gia ónoma tou Theoú)
- ελέω Θεού (eléo Theoú)
- έχω τον Θεό μου (écho ton Theó mou)
- έχει ο Θεός (échei o Theós)
- Θεέ μου (Theé mou)
- Θεός σχωρέσ' τον (Theós schorés' ton)
- Θεός φυλάξοι (Theós fyláxoi)
- Θεούλης (Theoúlis)
- θεούλης (theoúlis)
- θεούσα (theoúsa)
- μα τον Θεό (ma ton Theó)
- να δώσει ο Θεός (na dósei o Theós)
- ο Θεός βοηθός (o Theós voithós)
- ο Θεός και η ψυχή του (o Theós kai i psychí tou)
- ο Θεός μαζί σου (o Theós mazí sou)
- ο Θεός να βάλει το χέρι του (o Theós na válei to chéri tou)
- ο Θεός να κάνει το θαύμα του (o Theós na kánei to thávma tou)
- ο Θεός να κατέβει κάτω (o Theós na katévei káto)
- ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε (poios eíde ton Theó kai den ton fovíthike)
- προς Θεού (pros Theoú)
- πρώτα ο Θεός (próta o Theós)