κατοικήσιμος
Yunanca
değiştirKöken
değiştirκατοικώ (katoikó) + -ιμος (-imos)
Söyleniş
değiştirÖn ad
değiştirκατοικήσιμος (katoikísimos) (dişil κατοικήσιμη, nötr κατοικήσιμο)
Çekimleme
değiştirκατοικήσιμος (katoikísimos) ön adının çekimi
tekil | çoğul | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
eril | dişil | nötr | eril | dişil | nötr | |
yalın | κατοικήσιμος (katoikísimos) | κατοικήσιμη (katoikísimi) | κατοικήσιμο (katoikísimo) | κατοικήσιμοι (katoikísimoi) | κατοικήσιμες (katoikísimes) | κατοικήσιμα (katoikísima) |
tamlayan | κατοικήσιμου (katoikísimou) | κατοικήσιμης (katoikísimis) | κατοικήσιμου (katoikísimou) | κατοικήσιμων (katoikísimon) | κατοικήσιμων (katoikísimon) | κατοικήσιμων (katoikísimon) |
belirtme | κατοικήσιμο (katoikísimo) | κατοικήσιμη (katoikísimi) | κατοικήσιμο (katoikísimo) | κατοικήσιμους (katoikísimous) | κατοικήσιμες (katoikísimes) | κατοικήσιμα (katoikísima) |
seslenme | κατοικήσιμε (katoikísime) | κατοικήσιμη (katoikísimi) | κατοικήσιμο (katoikísimo) | κατοικήσιμοι (katoikísimoi) | κατοικήσιμες (katoikísimes) | κατοικήσιμα (katoikísima) |
Eş anlamlılar
değiştir- οικήσιμος (oikísimos)
Zıt anlamlılar
değiştir- ακατοίκητος (akatoíkitos)