μοντέρνος
Yunanca
değiştirKöken
değiştirİtalyanca moderno sözcüğünden nakledildi, Geç Latince modernus sözcüğünden, Latince modo sözcüğünden.
Söyleniş
değiştirÖn ad
değiştirμοντέρνος (montérnos) (dişil μοντέρνα, nötr μοντέρνο)
Çekimleme
değiştirμοντέρνος (montérnos) ön adının çekimi
tekil | çoğul | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
eril | dişil | nötr | eril | dişil | nötr | |
yalın | μοντέρνος (montérnos) | μοντέρνα (montérna) | μοντέρνο (montérno) | μοντέρνοι (montérnoi) | μοντέρνες (montérnes) | μοντέρνα (montérna) |
tamlayan | μοντέρνου (montérnou) | μοντέρνας (montérnas) | μοντέρνου (montérnou) | μοντέρνων (montérnon) | μοντέρνων (montérnon) | μοντέρνων (montérnon) |
belirtme | μοντέρνο (montérno) | μοντέρνα (montérna) | μοντέρνο (montérno) | μοντέρνους (montérnous) | μοντέρνες (montérnes) | μοντέρνα (montérna) |
seslenme | μοντέρνε (montérne) | μοντέρνα (montérna) | μοντέρνο (montérno) | μοντέρνοι (montérnoi) | μοντέρνες (montérnes) | μοντέρνα (montérna) |
Türetilmiş kavramlar
değiştir- εκμοντερνισμός (ekmonternismós)
- μεταμοντερνισμός (metamonternismós)
- μεταμοντερνιστής (metamonternistís) / μεταμοντερνίστρια (metamonternístria)
- μεταμοντερνιστικά (metamonternistiká)
- μεταμοντερνιστικός (metamonternistikós)
- μεταμοντέρνος (metamontérnos)
- υπερμοντέρνος (ypermontérnos)
İlgili sözcükler
değiştir- μοντερνίζω (monternízo)
- μοντερνισμός (monternismós)
- μοντερνιστής (monternistís) / μοντερνίστρια (monternístria)
- μοντερνιστικά (monternistiká)
- μοντερνιστικός (monternistikós)
Sözcük birliktelikleri
değiştir- μοντέρνα τέχνη (montérna téchni)