ουσιαστικοποιημένος
Yunanca
değiştirSöyleniş
değiştirÖn ad
değiştirουσιαστικοποιημένος (ousiastikopoiiménos) (dişil ουσιαστικοποιημένη, nötr ουσιαστικοποιημένο)
- (dil bilgisi) adlaşmış, isimleşmiş
- ουσιαστικοποιημένο επίθετο — adlaşmış sıfat
Çekimleme
değiştirουσιαστικοποιημένος (ousiastikopoiiménos) ön adının çekimi
tekil | çoğul | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
eril | dişil | nötr | eril | dişil | nötr | |
yalın | ουσιαστικοποιημένος (ousiastikopoiiménos) | ουσιαστικοποιημένη (ousiastikopoiiméni) | ουσιαστικοποιημένο (ousiastikopoiiméno) | ουσιαστικοποιημένοι (ousiastikopoiiménoi) | ουσιαστικοποιημένες (ousiastikopoiiménes) | ουσιαστικοποιημένα (ousiastikopoiiména) |
tamlayan | ουσιαστικοποιημένου (ousiastikopoiiménou) | ουσιαστικοποιημένης (ousiastikopoiiménis) | ουσιαστικοποιημένου (ousiastikopoiiménou) | ουσιαστικοποιημένων (ousiastikopoiiménon) | ουσιαστικοποιημένων (ousiastikopoiiménon) | ουσιαστικοποιημένων (ousiastikopoiiménon) |
belirtme | ουσιαστικοποιημένο (ousiastikopoiiméno) | ουσιαστικοποιημένη (ousiastikopoiiméni) | ουσιαστικοποιημένο (ousiastikopoiiméno) | ουσιαστικοποιημένους (ousiastikopoiiménous) | ουσιαστικοποιημένες (ousiastikopoiiménes) | ουσιαστικοποιημένα (ousiastikopoiiména) |
seslenme | ουσιαστικοποιημένε (ousiastikopoiiméne) | ουσιαστικοποιημένη (ousiastikopoiiméni) | ουσιαστικοποιημένο (ousiastikopoiiméno) | ουσιαστικοποιημένοι (ousiastikopoiiménoi) | ουσιαστικοποιημένες (ousiastikopoiiménes) | ουσιαστικοποιημένα (ousiastikopoiiména) |
İlgili sözcükler
değiştir- ουσιαστικοποίηση (ousiastikopoíisi)
- ουσιαστικοποιώ (ousiastikopoió)