στήθος
Ayrıca bakınız: στῆθος |
Yunanca
değiştirFarklı yazılışlar
değiştirKöken
değiştirEski Yunanca στῆθος (stêthos) sözcüğünden devralındı.
Söyleniş
değiştirAd
değiştirστήθος (stíthos) n (çoğulu στήθη)
Çekimleme
değiştirστήθος (stíthos) adının çekimi
Eş anlamlılar
değiştir- (göğüs, meme): μαστός (mastós), μεμέ (memé), βυζί (vyzí) (konuşma dili, kaba konuşma)
- (göğüs bölgesi): στέρνο (stérno)
İlgili sözcükler
değiştir- ανάστηθος (anástithos)
- ανοιχτόστηθος (anoichtóstithos)
- αποστηθίζω (apostithízo)
- αποστήθιση (apostíthisi)
- ασημόστηθος (asimóstithos)
- αστήθιαστος (astíthiastos)
- άστηθος (ástithos)
- αστήθι (astíthi)
- αστροστήθα (astrostítha)
- αφρόστηθο (afróstitho)
- γυμνόστηθος (gymnóstithos)
- επιστήθιος (epistíthios)
- κατάστηθα (katástitha)
- ξέστηθος (xéstithos)
- ξεστήθωμα (xestíthoma)
- ξεστηθώνω (xestithóno)
- ξεστηθωτός (xestithotós)
- ορθόστηθος (orthóstithos)
- περδικόστηθος (perdikóstithos)
- στηθάγχη (stithánchi)
- στηθαγχικός (stithanchikós)
- στηθαίο (stithaío)
- στηθικός (stithikós)
- στηθοδέρνομαι (stithodérnomai)
- στηθόδεσμος (stithódesmos)
- στηθοκόπημα (stithokópima)
- στηθοκοπιέμαι (stithokopiémai)
- στηθοσκόπηση (stithoskópisi)
- στηθοσκόπιο (stithoskópio)
- στηθοσκοπώ (stithoskopó)
- στηθοστένεψη (stithosténepsi)
- στηθούρι (stithoúri)
- χαμηλοστήθης (chamilostíthis)
- χρυσοκουμπόστηθος (chrysokoumpóstithos)