φαρμακερός
Yunanca
değiştirKöken
değiştirÖn ad
değiştirφαρμακερός (farmakerós)
- zehirli
- Eş anlamlılar: δηλητηριώδης (dilitiriódis), τοξικός (toxikós)
- Δεν ξέρω πώς είχα καταφέρει μόνος μου να γνωρίζω τα φαρμακερά χόρτα από τ' αθώα. (Παύλος Νιρβάνας, Πρώτη αγάπη [διήγημα])
- Zehirli bitkileri masum olanlardan ayırt etmeyi kendi kendime nasıl becerdiğimi bilmiyorum. (Pavlos Nirvanas, İlk Aşk adlı kısa öyküsünden)
- kaba, sert (dille yazılmış ya da söylenmiş)
- φαρμακερά σχόλια — sert yorumlar
- sert, çetin
- φαρμακερό κρύο — sert bir soğuk
Çekimleme
değiştirφαρμακερός (farmakerós) ön adının çekimi
tekil | çoğul | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
eril | dişil | nötr | eril | dişil | nötr | |
yalın | φαρμακερός (farmakerós) | φαρμακερή (farmakerí) | φαρμακερό (farmakeró) | φαρμακεροί (farmakeroí) | φαρμακερές (farmakerés) | φαρμακερά (farmakerá) |
tamlayan | φαρμακερού (farmakeroú) | φαρμακερής (farmakerís) | φαρμακερού (farmakeroú) | φαρμακερών (farmakerón) | φαρμακερών (farmakerón) | φαρμακερών (farmakerón) |
belirtme | φαρμακερό (farmakeró) | φαρμακερή (farmakerí) | φαρμακερό (farmakeró) | φαρμακερούς (farmakeroús) | φαρμακερές (farmakerés) | φαρμακερά (farmakerá) |
seslenme | φαρμακερέ (farmakeré) | φαρμακερή (farmakerí) | φαρμακερό (farmakeró) | φαρμακεροί (farmakeroí) | φαρμακερές (farmakerés) | φαρμακερά (farmakerá) |