χείρ
Eski Yunanca
değiştirFarklı yazılışlar
değiştirKöken
değiştirAna Helen dili *kʰéhər sözcüğünden devralındı, Ana Hint-Avrupa dili *ǵʰésōr sözcüğünden devralındı.[1]
Söyleniş
değiştir(Klasik Attika) (dosya)
Ad
değiştirχείρ (kheír) d (tamlayan hâli χειρός)
Çekimleme
değiştirχείρ (kheír) adının çekimi
tekil | ikil | çoğul | |
---|---|---|---|
yalın | χείρ (kheír) | χεῖρε (kheîre) | χεῖρες (kheîres) |
tamlayan | χειρός (kheirós) | χεροῖν (kheroîn) | χερῶν / χειρῶν (kherôn / kheirôn) |
yönelme | χειρῐ́ (kheirí) | χεροῖν (kheroîn) | χερσί / χερσίν / χείρεσσι / χείρεσσιν (khersí / khersín / kheíressi / kheíressin) |
belirtme | χεῖρᾰ (kheîra) | χεῖρε (kheîre) | χεῖρᾰς (kheîras) |
seslenme | χείρ (kheír) | χεῖρε (kheîre) | χεῖρες (kheîres) |
Türetilmiş kavramlar
değiştir- ἑκατόγχειρος (hekatónkheiros)
- ἐπιχειρέω (epikheiréō)
- χειραγωγέω (kheiragōgéō)
- χειραγωγός (kheiragōgós)
- χειραπτάζω (kheiraptázō)
- χειριδωτός (kheiridōtós)
- χείριος (kheírios)
- χειρίς (kheirís)
- χειροδάϊκτος (kheirodáïktos)
- χειροδίκης (kheirodíkēs)
- χειροδράκων (kheirodrákōn)
- χειροδόσῐον (kheirodósion)
- χειροήθης (kheiroḗthēs)
- χειρόμακτρον (kheirómaktron)
- χειρομύλη (kheiromúlē)
- χειρονομέω (kheironoméō)
- χειρονομία (kheironomía)
- χειροπληθής (kheiroplēthḗs)
- χειροποιέω (kheiropoiéō)
- χειροποίητος (kheiropoíētos)
- χειροτένων (kheiroténōn)
- χειροτέχνημα (kheirotékhnēma)
- χειροτέχνης (kheirotékhnēs)
- χειροτεχνία (kheirotekhnía)
- χειροτεχνικός (kheirotekhnikós)
- χειροτονέω (kheirotonéō)
- χειροτονητός (kheirotonētós)
- χειροτονία (kheirotonía)
- χειρότονος (kheirótonos)
- χειρουργέω (kheirourgéō)
- χειρούργημα (kheiroúrgēma)
- χειρουργία (kheirourgía)
- χειρουργικός (kheirourgikós)
- χειρουργός (kheirourgós)
- χειρῶναξ (kheirônax)
- χειρωναξία (kheirōnaxía)
- Χειρίσοφος (Kheirísophos)
Uğradığı değişimler
değiştir- → İngilizce: chiro-, chiral, chirality
- Koini Grekçesi: χέριον (khérion) (küçültme)
- → Yunanca: χειρ (cheir)