χωριστός
Yunanca
değiştirÖn ad
değiştirχωριστός (choristós)
χωριστός (choristós) ön adının çekimi
tekil | çoğul | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
eril | dişil | nötr | eril | dişil | nötr | |
yalın | χωριστός (choristós) | χωριστή (choristí) | χωριστό (choristó) | χωριστοί (choristoí) | χωριστές (choristés) | χωριστά (choristá) |
tamlayan | χωριστού (choristoú) | χωριστής (choristís) | χωριστού (choristoú) | χωριστών (choristón) | χωριστών (choristón) | χωριστών (choristón) |
belirtme | χωριστό (choristó) | χωριστή (choristí) | χωριστό (choristó) | χωριστούς (choristoús) | χωριστές (choristés) | χωριστά (choristá) |
seslenme | χωριστέ (choristé) | χωριστή (choristí) | χωριστό (choristó) | χωριστοί (choristoí) | χωριστές (choristés) | χωριστά (choristá) |
Söyleniş
değiştirİlgili sözcükler
değiştir- κεχωρισμένος (keħorisménos)
- χώρια (ħória)
- χωρίζω (ħorízo)
- χωριστά (ħoristá)
- χωρίς (ħorís)
Eş anlamlılar
değiştir- αποκομέννος (apokoménos)
- διαχωρισμένος (diaħorisménos)
Karşıt anlamlılar
değiştir- αχώριστος (aħóristos)
- ενοποιημένος (enopiménos)
- ενταγμένος (endagménos)
- ενωμένος (enoménos)