αγανάκτηση
Yunanca
değiştirAd
değiştirαγανάκτηση (aganáktisi)
αγανάκτηση (aganáktisi) adının çekimi
tekil | çoğul | |
---|---|---|
yalın | αγανάκτηση (aganáktisi) | αγανακτήσεις (aganaktíseis) |
tamlayan | αγανάκτησης/αγανακτήσεως (aganáktisis/aganaktíseos) | αγανακτήσεων (aganaktíseon) |
belirtme | αγανάκτηση (aganáktisi) | αγανακτήσεις (aganaktíseis) |
seslenme | αγανάκτηση (aganáktisi) | αγανακτήσεις (aganaktíseis) |