εργατικός
Yunanca
değiştirKöken
değiştir- Eski Yunanca ἐργατικός (ergatikós)
Söyleniş
değiştirÖn ad
değiştirεργατικός (ergatikós)
- işle ve işçilerle ilgili
- εργατικό ατύχημα
- iş kazası
- çalışkan
- ο Νίκος είναι πολύ εργατικός άνθρωπος.
- Nikos çok çalışkan bir adam.
Çekimleme
değiştirεργατικός (ergatikós) ön adının çekimi
tekil | çoğul | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
eril | dişil | nötr | eril | dişil | nötr | |
yalın | εργατικός (ergatikós) | εργατική (ergatikí) | εργατικό (ergatikó) | εργατικοί (ergatikoí) | εργατικές (ergatikés) | εργατικά (ergatiká) |
tamlayan | εργατικού (ergatikoú) | εργατικής (ergatikís) | εργατικού (ergatikoú) | εργατικών (ergatikón) | εργατικών (ergatikón) | εργατικών (ergatikón) |
belirtme | εργατικό (ergatikó) | εργατική (ergatikí) | εργατικό (ergatikó) | εργατικούς (ergatikoús) | εργατικές (ergatikés) | εργατικά (ergatiká) |
seslenme | εργατικέ (ergatiké) | εργατική (ergatikí) | εργατικό (ergatikó) | εργατικοί (ergatikoí) | εργατικές (ergatikés) | εργατικά (ergatiká) |