ηλικία
Ayrıca bakınız: ἡλικία |
Yunanca
değiştirKöken
değiştirEski Yunanca ἡλικία (hēlikía) sözcüğünden devralındı.[1]
Söyleniş
değiştirAd
değiştirηλικία (ilikía) d (çoğulu ηλικίες)
Çekimleme
değiştirηλικία (ilikía) adının çekimi
İlgili sözcükler
değiştir- ανήλικος (anílikos)
- ενήλικας (enílikas)
- ενηλικιώνομαι (enilikiónomai)
- ηλικιακά (ilikiaká)
- ηλικιακός (ilikiakós)
- ηλικιωμένος (ilikioménos)
- ηλικιωμένη (ilikioméni)
- ηλικιωμένος (ilikioménos)
- ηλικιώνομαι (ilikiónomai)
- μεσήλικας (mesílikas), μεσήλικος (mesílikos)
- ομήλικος (omílikos)
- συνηλικιώτης (synilikiótis)
- συνομήλικος (synomílikos)
- υπερήλικας (yperílikas), υπερήλικος (yperílikos)