λάμπω
Yunanca
değiştirKöken
değiştirEski Yunanca λάμπω (lámpō) sözcüğünden.
Söyleniş
değiştirEylem
değiştirλάμπω (lámpo) (geçmiş zaman έλαμψα)
İlgili ifadeler
değiştir- αλαμπής (alampís)
- αλαμπικάριστος (alampikáristos)
- άλαμπος (álampos)
- αναλαμπή (analampí)
- εκλαμπρότατος (eklamprótatos)
- έκλαμψη (éklampsi)
- εκλαμψία (eklampsía)
- έλλαμψη (éllampsi)
- λάμπα (lámpa)
- λαμπάδα (lampáda)
- λαμπατέρ (lampatér)
- λαμπερός (lamperós)
- λαμπικάρω (lampikáro)
- Λαμπρή (Lamprí)
- λαμπριάτικος (lampriátikos)
- λαμπρο- (lampro-)
- λαμπρός (lamprós) & oluşturduğu birleşik sözcükler
- λαμπρότητα (lamprótita)
- λαμπτήρας (lamptíras)
- λαμπυρίζω (lampyrízo)
- λαμπύρισμα (lampýrisma)
- λάμψη (lámpsi)
- μεταλαμπαδεύω (metalampadévo)
- πυγολαμπίδα (pygolampída)