άνθρωπος
Ayrıca bakınız: ἄνθρωπος |
Yunanca
değiştirKöken
değiştirEski Yunanca ἄνθρωπος (ánthrōpos) sözcüğünden.
Söyleniş
değiştirAd
değiştirάνθρωπος (ánthropos) e (çoğulu άνθρωποι)
Çekimleme
değiştirάνθρωπος (ánthropos) adının çekimi
Türetilmiş kavramlar
değiştir- ανθρωπο- (anthropo-)
- ανθρωπό- (anthropó-)
- ανθρωπάκι (anthropáki)
- ανθρωπάριο (anthropário)
- αγριάνθρωπος (agriánthropos)
- ανθρωπεύω (anthropévo)
- ανθρωπιά (anthropiá)
- ανθρωπινός (anthropinós)
- ανθρώπινος (anthrópinos)
- ανθρωπισμός (anthropismós)
- ανθρωπιστής (anthropistís)
- ανθρωπίστρια (anthropístria)
- ανθρωπιστικά (anthropistiká)
- ανθρωπιστικός (anthropistikós)
- ανθρωπογένεση (anthropogénesi)
- ανθρωπογεωγραφία (anthropogeografía)
- ανθρωπογνωσία (anthropognosía)
- ανθρωποειδής (anthropoeidís)
- ανθρωποθάλασσα (anthropothálassa)
- ανθρωποθυσία (anthropothysía)
- Ανθρωπόκαινο (Anthropókaino)
- ανθρωπόκαινος (anthropókainos)
- ανθρωποκεντρικός (anthropokentrikós)
- ανθρωποκεντρισμός (anthropokentrismós)
- ανθρωποκτονία (anthropoktonía)
- ανθρωποκτόνος (anthropoktónos)
- ανθρωπομετρία (anthropometría)
- ανθρωπομορφικός (anthropomorfikós)
- ανθρωπομορφισμός (anthropomorfismós)
- ανθρωπόμορφος (anthropómorfos)
- ανθρωποπίθηκος (anthropopíthikos)
- ανθρωποπλημμύρα (anthropoplimmýra)
- ανθρωποσύναξη (anthroposýnaxi)
- ανθρωποσφαγή (anthroposfagí)
- ανθρωποσωτήριος (anthroposotírios)
- ανθρωπότητα (anthropótita)
- ανθρωποφαγία (anthropofagía)
- ανθρωποφαγικός (anthropofagikós)
- ανθρωποφάγος (anthropofágos)
- ανθρωποφοβία (anthropofovía)
- συνάνθρωπος (synánthropos)
- φιλάνθρωπος (filánthropos)
- χιονάνθρωπος (chionánthropos)
- ανθρωπολογία (anthropología)
- απάνθρωπος (apánthropos)