στρέφω
Yunanca
değiştirKöken
değiştirÖğrenilmiş bir şekilde Eski Yunanca στρέφω (stréphō) sözcüğünden nakledildi.[1]
Söyleniş
değiştirEylem
değiştirστρέφω (stréfo) (geçmiş zaman έστρεψα, edilgen στρέφομαι)
- çevirmek, döndürmek, yönlendirmek, yöneltmek
- Στρέφω το βλέμμα μου προς τον ορίζοντα. — Bakışımı ufka doğru çeviriyorum.
- (mecaz) olaylara karşı bakış açısını değiştirmek
Çekimleme
değiştirστρέφω eyleminin çekimi
Etken | Edilgen | |||
Bildirme kipi | Tamamlanmamış bakış açısı | Tamamlanmış bakış açısı | Tamamlanmamış bakış açısı | Tamamlanmış bakış açısı |
Geçmiş olmayan zamanlar | Şimdiki zaman | Bağımlı | Şimdiki zaman | Bağımlı |
εγώ (ben) | στρέφω (stréfo) | στρέψω (strépso) | στρέφομαι (stréfomai) | στραφώ (strafó) |
εσύ (sen) | στρέφεις (stréfeis) | στρέψεις (strépseis) | στρέφεσαι (stréfesai) | στραφείς (strafeís) |
αυτ(ός/ή/ό) (o) | στρέφει (stréfei) | στρέψει (strépsei) | στρέφεται (stréfetai) | στραφεί (strafeí) |
εμείς (biz) | στρέφουμε (stréfoume) | στρέψουμε (strépsoume) | στρεφόμαστε (strefómaste) | στραφούμε (strafoúme) |
εσείς (siz) | στρέφετε (stréfete) | στρέψετε (strépsete) | στρέφεστε (stréfeste) | στραφείτε (strafeíte) |
αυτ(οί/ές/ά) (onlar) | στρέφουν (stréfoun) | στρέψουν (strépsoun) | στρέφονται (stréfontai) | στραφούν (strafoún) |
Geçmiş zamanlar | Kusurlu | Basit geçmiş | Kusurlu | Basit geçmiş |
εγώ (ben) | έστρεφα (éstrefa) | έστρεψα (éstrepsa) | στρεφόμουν (strefómoun) | στράφηκα (stráfika) |
εσύ (sen) | έστρεφες (éstrefes) | έστρεψες (éstrepses) | στρεφόσουν (strefósoun) | στράφηκες (stráfikes) |
αυτ(ός/ή/ό) (o) | έστρεφε (éstrefe) | έστρεψε (éstrepse) | στρεφόταν (strefótan) | στράφηκε (stráfike) |
εμείς (biz) | στρέφαμε (stréfame) | στρέψαμε (strépsame) | στρεφόμασταν (strefómastan) | στραφήκαμε (strafíkame) |
εσείς (siz) | στρέφατε (stréfate) | στρέψατε (strépsate) | στρεφόσασταν (strefósastan) | στραφήκατε (strafíkate) |
αυτ(οί/ές/ά) (onlar) | έστρεφαν (éstrefan) | έστρεψαν (éstrepsan) | στρέφονταν (stréfontan) | στράφηκαν (stráfikan) |
Emir kipi | Tamamlanmamış bakış açısı | Tamamlanmış bakış açısı | Tamamlanmamış bakış açısı | Tamamlanmış bakış açısı |
εσύ (sen) | στρέφε (stréfe) | στρέψε (strépse) | – (–) | στρέψου (strépsou) |
εσείς (siz) | στρέφετε (stréfete) | στρέψτε (strépste) | στρέφεστε (stréfeste) | στραφείτε (strafeíte) |
Türetilmiş kavramlar
değiştir- στραμμένος (stramménos)
İlgili sözcükler
değiştir- αναστρέφω (anastréfo)
- ανεμόστροφος (anemóstrofos)
- ανεπιστρεπτί (anepistreptí)
- αντικειμενοστρεφής (antikeimenostrefís)
- αντιστρέφω (antistréfo)
- αποστρέφω (apostréfo), αποστρέφομαι (apostréfomai)
- απόστροφος (apóstrofos)
- αργόστροφος (argóstrofos)
- αριστερόστροφος (aristeróstrofos)
- αυτοκαταστρέφομαι (aftokatastréfomai)
- βουστροφηδόν (voustrofidón)
- δεξιόστροφος (dexióstrofos)
- διάστρεμμα (diástremma)
- διαστρέφω (diastréfo)
- διαστροφή (diastrofí)
- ενδοστρέφεια (endostréfeia)
- ενδοστρεφής (endostrefís)
- εξωστρέφεια (exostréfeia)
- εξωστρερής (exostrerís)
- επιστρέφω (epistréfo)
- εσωστρέφεια (esostréfeia)
- εσωστρεφής (esostrefís)
- ευστροφία (efstrofía)
- εύστροφος (éfstrofos)
- καταστρέφω (katastréfo)
- μεταστρέφω (metastréfo)
- ξανάστροφος (xanástrofos)
- περιστρέφω (peristréfo)
- περίστροφο (perístrofo)
- πολύστροφος (polýstrofos)
- στρέμμα (strémma)
- στρεμματικός (stremmatikós)
- στρεπτόκοκκος (streptókokkos)
- στρεπτομυκίνη (streptomykíni)
- στρεπτός (streptós)
- στρέψη (strépsi)
- στρεψόδικος (strepsódikos)
- στρόφαλος (strófalos)
- στροφέας (stroféas)
- στροφή (strofí)
- στρόφιγγα (strófinga)
- στροφοδίνη (strofodíni)
- στροφόμετρο (strofómetro)
- συναναστρέφομαι (synanastréfomai)
- συστρέφω (systréfo)
- υπόστροφος (ypóstrofos)
|
- στραβός (stravós)
- στρόβιλος (stróvilos)
- στρίβω (strívo)
- στριφτός (striftós)
- στρόβος (stróvos)
- στρόμβος (strómvos)
Ayrıca bakınız
değiştir- -στροφος (-strofos)